1 καταλοαω
(τῇ ῥύμῃ τῇ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας Xen.)
(σκύφῳ χρυσῷ τέν ὀφρὺν κατηλοημένος Luc.)
(τοὺς ὁμήρους Aeschin., Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > καταλοαω